Περί εξουσίας αυταπάτες
Η απαίτηση που θέλει σώνει και ντε οι κρατούντες, είτε πρόκειται για το κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό προσωπικό είτε για το μεγάλο κεφάλαιο, να πράττουν «ηθικά» και «δίκαια», π.χ. ως προς την υπόθεση των Τεμπών, δεν είναι παρά μία από τις μεγαλύτερες αυταπάτες. Όπως στο πεδίο της γεωπολιτικής, το διεθνές δίκαιο τηρείται, κατά το μάλλον ή ήττον, μόνο στον βαθμό που συμφέρει τους εκάστοτε εμπλεκομένους και διαφορετικά η ωμή βία, και ειδικά του ισχυρότερου, αναλαμβάνει τον ρόλο της, έτσι συμβαίνει δυστυχώς και σε ενδοκρατικά πλαίσια.
Αυτά είναι γνωστά ήδη από την εποχή του Θουκυδίδη [5.89]:
«…πως στις ανθρώπινες σχέσεις, μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο όταν και τα δύο μέρη έχουν περίπου ίση ισχύ και ότι, αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του».
Εξάλλου, κανένα κράτος δεν έχει ηθική, εν αντιθέσει όλα ενέχουν βία, και το καίριο πολιτικό ερώτημα θα παραμένει πάντα η πραγματικά ίση ή μη διανομή της εξουσίας, δηλαδή πραγματική Δημοκρατία ή κάποιου είδους κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας. Να θυμίσουμε, απλώς, εδώ πως οι εκλογές τοποθετούνται από τον Αριστοτέλη στο πολιτικό σύμπαν της αριστοκρατίας, καθότι προφανώς σε μια τέτοια διαδικασία ο καθένας αναθέτει τη διαχείριση της ζωής του σε όποιους θεωρεί «καλύτερους». Καθόλου περίεργο, επομένως, που ανά καιρούς παρατηρούμε το τραγελαφικό σκηνικό όπου το πολιτικό προσωπικό της χωράς ερίζει μεταξύ του για το ποιος φέρει την «των βελτίστων αρχή», τουτέστιν για το ποιος είναι πιο «άριστος», και όχι για τις πραγματικές αγωνίες και τα προβλήματα των ανθρώπων. Παρότι, λοιπόν, κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας είναι η διάχυση και η επέκταση, ποτέ δεν γλιτώνει από την ατραπό της αυτοαναφορικότητας.
Οι διάφοροι νόμοι, δε, και κανόνες που, συν τω χρόνω, θεσπίζονται δεν είναι παρά το αποτέλεσμα, από τη μία, των κοινωνικών αγώνων για μια δικαιότερη διευθέτηση των ανθρώπινων υποθέσεων, και από την άλλη, των συμφερόντων που θέλουν να προωθήσουν οι εκάστοτε κρατούντες. Όταν υποχωρούν οι αγώνες και επικρατεί ιδιώτευση, η πλάστιγγα γέρνει, προφανώς, υπέρ των ισχυρών.
Εν παρενθέσει να πούμε ότι ο καπιταλισμός είναι τόσο παρανοϊκός στην ανάπτυξη και λειτουργία του (π.χ. επιβάλλοντας λογικές του απείρου σ’ έναν πεπερασμένο κόσμο), που εάν αφεθεί να δράσει ανενόχλητος δεν μπορεί παρά να καταρρεύσει, παρασύροντας μαζί του τον πλανήτη και όλη την ανθρωπότητα. Αυτό σημαίνει ότι οι αγώνες που έχουν δοθεί και δίνονται, εφόσον δεν έχουν τη μορφή μιας πλήρους ρήξης, όπως και τα δικαιώματα που ανά καιρούς έχουν κατακτηθεί, εκτός από το να δίνουν ανάσες στην πλειοψηφία του κόσμου, παρέχουν και το απαραίτητο οξυγόνο στο σύστημα ώστε να συνεχίσει να δουλεύει.
Εστιάζοντας, λοιπόν, στο έγκλημα των Τεμπών, αλήθεια μας προκαλεί έκπληξη η στάση της κυβέρνησης και του Μητσοτάκη; Επιγραμματικά υπενθυμίζεται ότι αδιαφόρησαν ως προς τις προειδοποιήσεις των σωματείων για την ακαταλληλότητα του σιδηροδρομικού δικτύου, κάτι που επέφερε τελικά το δυστύχημα, και εν συνεχεία ελέγχονται για μεθοδεύσεις ώστε να μην αποδοθούν οι ευθύνες στα πρόσωπα που πραγματικά εμπλέκονται. Ως προς το πρώτο, βέβαια, ο Μητσοτάκης εκλέχθηκε έχοντας τονίσει επισταμένως ότι επιδιώκει αποκρατικοποιήσεις (κι ας έχει κάνει τη συγκεκριμένη ο ΣΥΡΙΖΑ) και γενικότερα ένα μεγάλο μέρος του Δημοσίου να περάσει άμεσα ή έμμεσα σε χέρια ιδιωτών. Γιατί, λοιπόν, μας προκαλεί εντύπωση που εφάρμοσε το πρόγραμμά του; Το ζητούμενο είναι, εάν κάποιος διαφωνεί με μία πολιτική, να επιχειρηματολογεί επ’ αυτού και να το διεκδικεί και στους δρόμους, όχι απλώς να περιμένει από τον εκάστοτε κρατούντα από μόνος του να αλλάξει το πρόγραμμά του˙ αυτό είναι ολίγον παλαβό.
Ας εξετάσουμε, όμως, τώρα το κομμάτι των μεθοδεύσεων και της συγκάλυψης από ηθική άποψη και ειδικότερα από την κυρίαρχη, στις μέρες μας, λογική της συγκινησιοκρατίας και ενός ατομικού ωφελιμισμού. Ποιες λογικές είναι ευρέως διαδεδομένες; Σίγουρα αρετές όπως η τιμιότητα, η απροϋπόθετη συμπόνια/αγάπη για τον άλλο, η φιλοξενία, το να είναι κάποιος καλός κ’ αγαθός κ.λπ. δεν είναι της μοδός. Εν αντιθέσει, το να επιδιώκεις τον γρήγορο και εύκολο πλουτισμό (πατώντας ακόμη και επί πτωμάτων), την κοινωνική ανέλιξη και τον καριερισμό (πουλώντας εν ανάγκη και την ψυχή σου στον διάβολο), το να μπορείς να επιλέγεις το οτιδήποτε και οποτεδήποτε χωρίς κανένα όριο πέραν της προσωπικής σου διάθεσης και ό,τι θεωρείς για σένα ως ευημερία και προσωπικό σου συμφέρον, όπως και άλλα ανάλογα, είναι ο κανόνας στο σήμερα.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, αναμενόμενο δεν είναι και ο Μητσοτάκης να θέλει να συνεχίσει την πολιτική του καριέρα από τη θέση που έχει κερδίσει και να μην υποβαθμιστεί; Εδώ άλλοι παίρνουν μια θέση οργανωτή πολιτιστικών εκδηλώσεων σε κάποιο ίδρυμα και εν ανάγκη θα «έβγαζαν και τα μάτια» οποιουδήποτε τολμούσε να την αμφισβητήσει. Άλλωστε, θα μπορούσε και ο Μητσοτάκης να έχει την πεποίθηση ότι η δική του διακυβέρνηση είναι πιο «ωφέλιμη» για μια πλειοψηφία, που εξάλλου τον ψηφίζει –στο πλαίσιο, όπως προαναφέραμε, ότι σ’ αυτό το πολιτειακό σύστημα ούτως ή άλλως προϋποτίθεται και ζητείται ο εκάστοτε «άριστος» που θα μας «σώσει». Αναμενόμενο δεν είναι και ότι προστατεύει συμφέροντα και ανθρώπους που στηρίζουν τη διακυβέρνησή του, ακόμη και όταν πιθανώς εγκληματούν, ώστε τελικά να διασώσει τον εαυτό του; (Που ενδέχεται, φυσικά, στο τέλος να τους βγάλει στη σέντρα, εάν η κοινωνική πίεση φτάσει στο απροχώρητο). Με βάση, πάντως, τη συγκαιρινή μας «ηθική» που ως μόνη «αξία» θεωρείται το προσωπικό συμφέρον και οι επιθυμίες του εκάστοτε υποκειμένου, η δράση του πρωθυπουργού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «εντός πλαισίου».
Δεδομένου, μάλιστα, ότι κοινωνικά επικρατεί ολοένα και περισσότερο ένας αξιακός χυλός, το μόνο φόβητρο ώστε να μην παρανομήσει κάποιος (προϊούσης, βεβαίως, και μιας γενικευμένης διαφθοράς και εν γένει κακονομίας, που ουδείς έχει λόγο να εσωτερικεύσει) είναι απλώς αυτό του αστυφύλαξ. Κάτι που δεν έχει πραγματικά κανένα λόγο να το φοβάται ο Μητσοτάκης, καθότι το ελέγχει.
Με λίγα λόγια, δεν κάνει κάτι «παράταιρο» στα πλαίσια του κυρίαρχου συστήματος και κουλτούρας. Εάν διαφωνούμε, οπότε, με το πώς πράττει ο Μητσοτάκης αλλά και εν γένει η εξουσία, καλό θα ήταν, πέραν των άλλων, να προσπαθήσουμε να αποτινάξουμε και ό,τι αναπαράγει την κυρίαρχη λογική στον τρόπο ζωής μας (γιατί υπάρχουν πολλοί «μικροί» μητσοτάκηδες και ο κίνδυνος του επικαθορισμού θα παραμένει πάντα ζωντανός, πόσο μάλλον όταν δεν λαμβάνεται υπόψιν) και εν συνεχεία να στοχαστούμε, επιτέλους, στα σοβαρά το ζήτημα της πολιτικής και των αξιών πάνω σε πραγματικά διαφορετικές βάσεις από τις υπάρχουσες. Σε κάθε περίπτωση, στις 28 Φεβρουαρίου, να βρεθούμε όλοι/ες στους δρόμους.
(Το άρθρο είναι του Χάρη Φραντζή και πρωτο-δημοσίευτηκε στην εφημερίδα Εποχή)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου