O ολοκληρωτισμός της διαφάνειας
Χιλιετίες πριν καταπιαστεί ο Ζίμελ (Μητροπολιτική αίσθηση, εκδ. Άγρα), και άλλοι πιο πρόσφατοι μελετητές, με το εάν και κατά πόσον το ανθρωπογενές, αλλά και ευρύτερα το φυσικό, περιβάλλον επηρεάζει σωματικά, ψυχολογικά και πολιτισμικά τους ανθρώπους και εν γένει τις εξελίξεις στην κοινωνία, το παραπάνω ήταν αντικείμενο έρευνας, στοχασμού και συζήτησης στα αθηναϊκά σοκάκια και συμπόσια της κλασικής εποχής. Βλέπουμε, λοιπόν, τον Πλάτωνα στους Νόμους (VI, 779a) να διαπιστώνει πως ακόμη και τα τείχη της πόλεως «ποιοῦσι τοὺς ἀνθρώπους», δηλαδή ότι τα πάντα γύρω μας έχουν χαρακτήρα παιδευτικό, μας διαμορφώνουν. Ας δοκιμάσουμε τώρα, όσο αυτό είναι δυνατόν, να αποτραβηχτούμε στοχαστικά εφαρμόζοντας αυτό το εύλογο συμπέρασμα στα σύγχρονα μαζικά περιβάλλοντα.
Η πρώτη μας παρατήρηση στο πεδίο των κοινωνικών πρακτικών είναι ότι τα υποκείμενα συντονίζονται σε μεγάλο βαθμό, ηθελημένα ή αθέλητα, με τις εκάστοτε επιταγές μιας μόδας όπου σχεδιάζεται και διακινείται από τους κολοσσούς των πολυεθνικών (και για πολιτικούς σκοπούς πέραν απλώς της επιδίωξης του κέρδους), αφορώντας μάλιστα κάθε δυνατό είδος ανθρωπότυπου, από τους πιο ριζοσπαστικούς έως και τους πιο συντηρητικούς.
Αισθητικιστική καταιγίδα
Δεν είναι κάποιου είδους συνωμοσιολογία το γεγονός ότι τα trends των πολυεθνικών δεν διαμορφώνουν απλώς αντικείμενα ρουχισμού και καλλωπισμού, αλλά αφορούν κάθε τι στη σύγχρονη ζωή, από κινητά και ακίνητα αντικείμενα έως φαγητά, εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση, το σύμπαν του διαδικτύου, των διαφημίσεων, της ψυχοθεραπείας, των τηλεοπτικών σειρών, των αισθημάτων κ.ά. Άλλωστε, ακόμη και η ελάχιστη απόχρωση ενός οποιουδήποτε χρώματος, για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάσει την ψυχολογία του υποκειμένου, όπως έχουν δείξει οι έρευνες από την εποχή του Φωβισμού και των πειραματισμών της πρωτοπορίας.
Επομένως, μπορούμε να αναλογιστούμε τι συνεπάγεται αυτός ο χείμαρρος εικόνων, υπηρεσιών, concept, «αξιών» και εμπορευμάτων όπου, εν είδει αισθητικιστικής καταιγίδας, οι πολυεθνικές (ανεξαρτήτως των ανταγωνισμών μεταξύ τους) επιδιώκουν τον αποικισμό, όχι απλώς των καταναλωτικών πρακτικών, αλλά και της ίδιας της συμπεριφοράς, ψυχοσύνθεσης και κοσμοαντίληψης των υποκειμένων. Άπαξ και επιτελεστεί η εσωτερίκευση, το ζητούμενο γίνεται πια η συνεχιζόμενη αναπροσαρμογή τη κεντρικής ιδέας του εκάστοτε αφηγήματος από τους ίδιους τους καταναλωτές με τη μορφή μιας αυτοεκμετάλλευσης και αυτοπαραγωγής διαφόρων concept και νοημάτων –ειδικά στον διαδικτυακό, αλλά όχι μόνο, κόσμο.
Προωθείται, λοιπόν, ένα σύμπαν απογυμνωμένο από κάθε μεγάλη, ή συνεκτική, αφήγηση και νόημα, όπου η μόδα ανάγεται, σχεδόν αναγκαστικά, όλο και περισσότερο σε εκείνον τον τομέα που θα δώσει «περιεχόμενο» στη ζωή των ανθρώπων, θα διακινήσει πρόσκαιρες ιδεολογίες και κοσμοθεωρήσεις, θα πουλήσει όνειρα, θα δημιουργήσει «κοινότητες» καταπολεμώντας τη μοναξιά (που το ίδιο το σύστημα καλλιεργεί) του σύγχρονου υποκειμένου. Διακηρυγμένος στόχος αυτή της διαδικασίας δεν είναι η δημιουργία και διακίνηση μιας «ουσίας» ή ενός πραγματικού αντικειμένου που θα διαρκέσει –πόσο μάλλον ενός νέου είδους (αριστοτελικά εννοημένου) τέτοιου που θα μπορούσε και να ταράξει πραγματικά τα νερά και να σοκάρει– αλλά απλώς ανυπόστατων, ευκολοχώνευτων και παροδικών φαντασιακών images.
Στη σύγχρονη κοινωνία μοιάζει όλοι συνειδητά να θέλουμε να ζούμε σε μια, φαινομενικά αποπολιτικοποιημένη, επιταχυνόμενη ψευδαίσθηση. Οι θεωρίες δεν μπορούν να συλλάβουν, ίσως, όλο το εύρος αυτής της παράδοσης σε ταχύκαυστες εκ των άνω ή εκ των κάτω παρορμήσεις που ακολουθούνται μαζικά. Όπως –εθισμένοι στην παραζάλη μηνυμάτων και πληροφοριών– δεν προλαβαίνουμε καν να κωδικοποιήσουμε την προέλευση και τις ροές των «καινοτόμων» ιδεών, των αναμασημένων μορφών, των αναβιώσεων, των δανείων. Όλα μοιάζουν να μπερδεύονται: οι προελεύσεις, οι προδιαθέσεις, οι σκοποί και τα αποτελέσματα. Έτσι ο χρόνος χάνει τη συνεκτικότητά του, μπλοκάρει στην αιώνια τυραννία μιας αποερωτικοποιημένης ζώνης του παρόντος, ο χώρος εξαϋλώνεται αποτρέποντας κάθε παρουσία και η μνήμη εξαρθρώνεται.
Το χωνευτήρι του καταναλωτισμού
Βασικό συστατικό της πολιτιστικής βιομηχανίας και μόδας καθίσταται πλέον η οικειοποίηση των πάντων, από το «περιθώριο», τις «υποκουλτούρες» της πόλης, τις έμφυλες ταυτότητες, τις παραγνωρισμένες φυλές έως και τις μειονοτικές εθνικές παραδόσεις, που ξαφνικά «ανακαλύπτονται» για να ανανεώσουν την κυρίαρχη αισθητική μιας εποχής απροσδιοριστίας, στασιμότητας, οπότε και εκλεκτικισμού.
Πρόκειται για ένα χωνευτήρι (το μεταμοντέρνο «καλειδοσκόπιο») όπου κάθε μορφή και κάθε πρόσωπο «can be heroes, just for one day». Όλα είναι εκμεταλλεύσιμα και διακινήσιμα και τελικά όλα αποδυναμώνονται, χάνουν την όποια ταυτότητά τους, προσπερνιούνται και εγκαταλείπονται. Θα λέγαμε ότι το μόνο δεδομένο είναι ότι πρέπει να υπάρχει συνεχώς ένα προϊόν (υλικό ή άυλο) για να καταναλωθεί και γι’ αυτό όλα γίνονται αναλώσιμα, αδιάφορου περιεχομένου.
Μερικές δεκαετίες νωρίτερα φυσικά, σαν άλλη Κασσάνδρα, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι από τις σελίδες της Κοριέρα Ντέλα Σέρα (Η εξουσία χωρίς πρόσωπο, 24/06/1974), προειδοποιούσε εντοπίζοντας μια σοβαρή ανθρωπολογική μεταβολή που επέφερε η παγκοσμιοποίηση και ο καταναλωτισμός, κάνοντας, μάλιστα, λόγο για ένα νέου τύπου φασισμό που είναι «πραγματιστικά αμερικάνικος» και έχει σκοπό την «αναδιοργάνωση και ολοκληρωτική ισοπέδωση του κόσμου».
Στις μέρες μας τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι έκδηλα παντού και δεν μπορεί παρά να τεθεί το ερώτημα, μήπως τελικά υπάρχει κάποιο ρητό ή και άρρητο νήμα, κάποια κεντρική, γιατί όχι και μεγάλη, αφήγηση και πρακτική που να συνέχει κοσμοθεωρητικά όλες τις παραπάνω διαδικασίες. Μήπως τελικά οι λόγοι που ακούγονται εντόνως για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων δεν είναι παρά ένα ακόμα μύθευμα, μία απαραίτητη συνιστώσα που χρησιμοποιούν οι στρατιές του νεοφιλελευθερισμού για το ξεκαθάρισμα με το «παλαιό» προς χάριν της λειτουργίας του «νέου»;
Το μάντρα του καπιταλισμού
Απαντώντας καταφατικά στα παραπάνω, θεωρούμε ότι το μάντρα του ύστερου καπιταλισμού, η έννοια φετίχ [όπως την αποκαλεί και ο Χαν (Η κοινωνία της διαφάνειας, εκδ. Opera)] που έχει ασκήσει τη «μαγική» της γοητεία καταλαμβάνοντας σχεδόν κάθε πτυχή του επιστητού, δεν είναι άλλη παρά αυτή της διαφάνειας, συνεπικουρούμενη βεβαίως τις περισσότερες φορές από αυτές της προόδου, της καινοτομίας, της επίδοσης και της θετικότητας.
Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι ότι όλα αυτά λαμβάνουν χώρα, απουσία οποιασδήποτε πραγματικής δημόσιας σφαίρας, ενώ εντείνεται παντού η πολιτειακή ολιγαρχικότητα και ετερονομία, προϊούσης μάλιστα μιας άγριας πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, όπου τα πραγματικά κέντρα λήψης των αποφάσεων μετατοπίζονται ολοένα και πιο μακριά από τους πολίτες και οι ίδιες οι αποφάσεις λαμβάνονται πάντα εν κρυπτώ, πολλές φορές χωρίς καν να ανακοινώνονται. Παρόλα αυτά, η καραμέλα της διαφάνειας δεν γίνεται απλώς πιστευτή από τα υποκείμενα, αλλά και ποικίλως εσωτερικεύσιμη.
Ας αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα για να δούμε το μέγεθος του πράγματος. Μία από τις τελευταίες λέξεις στη μόδα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και διακόσμησης συνδυάζει στοιχεία εκλεκτικιστικά, παράλληλα με μεθερμηνεμένες αισθητικές αξίες του ιαπωνικού Wabi Sabi. Ερχόμαστε αντιμέτωποι, λοιπόν, με χώρους μινιμαλιστικούς και όχι τελετουργικούς, απογυμνωμένους από κάθε αφηγηματικότητα (προτεσταντικούς), όπου το κάθε τι εντός τους πρέπει να είναι διάφανο στο μάτι, να δείχνει την «αυθεντικότητά» του [διαστρεβλώνοντας τη βουδιστική έννοια του tathātā (αυτότητα)], ειδικά τις «φθορές» από την πατίνα του χρόνου. Μία βόλτα στα νέα στέκια των υπερμοντέρνων και προοδευτικών χίπστερ του κέντρου της Αθήνας είναι αρκετή για να δει κανείς ποικίλες εφαρμογές του συγκεκριμένου. Αλλά απλώς και μία περατζάδα σε καινούργια συνοικιακά καταστήματα, όπου έχουν βάλει το χεράκι τους διακοσμητές, θα αρκούσε.
Στα κοινωνικά δίκτυα τα πράγματα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρα, η διαφάνεια φτάνει στο τετράγωνο θα λέγαμε, όπου το κάθε άτομο μοιράζεται, σχεδόν καταναγκαστικώ τω τρόπω, ακόμη και με πρόσωπα που δεν έχει συναντήσει ποτέ (πέραν των πολυεθνικών που συλλέγουν τα δεδομένα του) κάθε τι της καθημερινής του ζωής. Από το τι τρώει, με ποιους βγαίνει, τι συζητάνε, έως και τελείως προσωπικά στοιχεία και στιγμές που παλαιότερα δεν μοιραζόντουσαν ούτε με τους πιο κοντινούς και οικείους. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι οι εργοδότες στις περισσότερες επιχειρήσεις (ειδικά στις νέες), απαιτούν από τους εργαζόμενούς τους να είναι «φίλοι» τους στα κοινωνικά δίκτυα. Χωρίς επιτήρηση και έλεγχο διαφάνεια δεν γίνεται, ούτε εξάλλου και «πρόοδος», όπως μας δείχνει η ιστορία της νεωτερικότητας.
Στις ερωτικές σχέσεις, επίσης, η απαίτηση για διαφάνεια είναι πανταχού παρούσα. Η πρώτη κίνηση των νέων επίδοξων εραστών –στην περίπτωση που δεν «συναντήθηκαν» διαδικτυακά και με τη μεσολάβηση αλγορίθμων– μετά την αρχική τους γνωριμία είναι να ψαχουλέψουν το προφίλ ο ένας του άλλου στα κοινωνικά δίκτυα. Το μυστήριο και η γοητεία που απορρέει από αυτό που είναι άγνωστο, μυστικό και προς ανακάλυψη, η ιδιαίτερη αύρα προσώπων και πραγμάτων που θα έλεγε ο Μπένγιαμιν, αίρεται τελείως και δεν απομένει τίποτε άλλο από ένα δίχως αφηγηματικότητα «γυμνό».
Η περιβόητη «αυθεντικότητα» και η πανταχού παρούσα έκθεση, δεν είναι παρά σαν μία νέτη σκέτη ταινία πορνό υπό το επικάλυμμα μιας δήθεν πληθυντικότητας και δημοκρατικότητας. Βλέπουμε οπότε ότι όχι μόνο δεν ισχύουν οι εξαγγελίες για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, αλλά λειτούργησαν, τρόπον τινά, υπνωτιστικά με σκοπό την κυριαρχία του Ενός, που θα έλεγε και ο Πιερ Κλαστρ, της μίας και μοναδικής αφήγησης και ιδεολογίας.
Αυτός, λοιπόν, ο μαζικός, γιγαντωμένος και απ’ άκρη σ’ άκρη διάφανος, για τους υποτελείς πάντα, κόσμος, όπου ο κομφορμισμός καταπίνεται λες και είναι νερό και η πολιτική αλλαγή κατανοείται απλώς σαν εναλλαγή διαχειριστών, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ολοκληρωτικός. Πρόκειται για πολιτισμικό ολοκληρωτισμό που ενοποιεί και καταπιέζει με διαφορετικούς τρόπους από το κλασικό ολοκληρωτικό κράτος όπως σκιαγραφήθηκε από τους Παπαϊωάννου, Άρεντ, Καστοριάδη και τη σχολή της Φρανκφούρτης. Π.χ. δεν θα καταπιέσει απαραίτητα τις όποιες ιδιαιτερότητες, ενίοτε θα τις προωθήσει κιόλας εάν όχι κατασκευάσει, αρκεί να είμαστε διαφανείς, γρήγοροι, smart, να εργαζόμαστε ή και να αυτοεκμεταλλευόμαστε τον εαυτό μας, να καταναλώνουμε, να «καινοτομούμε», ακόμη και να αυτολογοκρινόμαστε εν ονόματι της θετικότητας, προπαντός δε να μην αμφισβητούμε.
Η μονοσημαντότητα, η ακραία πολιτική ετερονομία ελλείψει οποιασδήποτε ανατρεπτικής φαντασίας και επιθυμίας, η χειραγώγηση της προσωπικής ζωής έως και των πιο μύχιων στοιχείων της παρουσιαζόμενη, μάλιστα, σαν «ελευθερία», «ανοιχτότητα» και «επιλογή», τέλος ο τεράστιος έλεγχος και επιτήρηση από τα κράτη και τις επιχειρήσεις μέσω των αλγορίθμων, συντείνουν σε αυτό το συμπέρασμα. Τελικά είναι λες και μπούκωσε ο χρόνος και βρεθήκαμε ριγμένοι μέσα σε έναν καταθλιπτικό λαβύρινθο από καθρέφτες, όπου ο μόνος ορίζοντας που διαφαίνεται, δεν είναι παρά το παστίς, το ρετρό, ούτε καν ένας αυθεντικός θρήνος βγαλμένος μουσικά από τη δυσοίωνη ποίηση του παρόντος, απλώς η συνεχής παραλλαγή του καθησυχαστικού και όμοιου.
Ή, αλλιώς, ας φέρουμε επιτέλους στο προσκήνιο τις χειρονομίες του αρνητικού, σπάζοντας τους καθρέφτες.
(Το άρθρο είναι του Χάρη Φραντζή και δημοσίευτηκε στην εφημερίδα Η Εποχή)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου